- συνεστως
- συνεστώς-ῶσα -ώς или ός part. pf. к συνίστημι См. συνιστημι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεστῶς — συνεστώ living together fem acc pl συνεστώ living together fem nom/voc pl (doric aeolic) συνεστώ living together fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεστώς — συνίστημι BJ Prooem. perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)